θερινός

θερινός
θερῐνός, ή, όν,= θέρειος, Pi.P.3.50: the usu. form in Prose,
A

ἀνατολή Hp.

Aër.4, cf. Aph.2.25, Plb.3.37.4; θ. δύσεις, ἀνατολαί, Cleom. 1.9; θ. ζῴδια ib.6;

μεσημβρία X.Cyn.6.26

;

ἥλιος Pl.Lg.915d

; θ. τροπαί or τροπή, the summer solstice, ib.767c, Arist.Mete.364b2;

τροπέων τῶν θερινέων Hdt.2.19

; θ. κύκλος, Tropic of Cancer, Ph.1.27; θ. τροπικός (sc. κύκλος) Euc.Phaen.p.34 M., Cleom.1.7, Gem.5.39, al.; θερινὸν ὑπηχεῖν to echo summer-like, Pl.Phdr.230c; θερινά the summer-haunts of the sun, Id.Lg.683c; ὄμβροι θ. Arist.HA601b24;

θ. ἄνεσις καὶ ἀπόλαυσις D.S.4.84

; θ. ὥρα Oenopid.ib.1.41; for summer use,

ἱμάτιον PCair.Zen.148

(iii B.C.); νομαί, opp. χειμεριναί, PLond.3.842.12 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θερινός — Aër. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινός — ή, ό (ΑΜ θερινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο») 2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή» β) «θερινά ενδύματα») 3. φρ. «θερινή ώρα» η τοποθέτηση τών δεικτών τού… …   Dictionary of Greek

  • θερινός — ή, ό καλοκαιρινός: Θερινή στολή. – Θερινές διακοπές. – Θερινή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερινά — θερινός Aër. neut nom/voc/acc pl θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc/acc dual θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινῶν — θερινός Aër. fem gen pl θερινός Aër. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινόν — θερινός Aër. masc acc sg θερινός Aër. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριναῖς — θερινός Aër. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριναί — θερινός Aër. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖς — θερινός Aër. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖσι — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖσιν — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”